- φιλοτελικός
- η , ό[ν] филателистический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλοτελικός — ή, ό, Ν [φιλοτελής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλοτελισμό ή στους φιλοτελιστές … Dictionary of Greek
φιλοτελικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοτέλεια ή τους φιλοτελιστές (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)